- ὀνειδιστική
- ὀνειδιστικόςreproachfulfem nom/voc sg (attic epic ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
μύξης — και μυξής, θηλ. μυξού [μύξα] 1. αυτός από τη μύτη τού οποίου τρέχουν συνεχώς μύξες, μυξιάρης 2. (ως ονειδιστική προσφώνηση) ανίκανος, τιποτένιος, μηδαμινός … Dictionary of Greek
τελώνης — ο, ΝΜΑ 1. (στην ΚΔ) άνθρωπος αμαρτωλός, άδικος και εκβιαστής («οὐχὶ καὶ οἱ τελῶναι τὸ αυτὸ ποιοῡσι;», ΚΔ) 2. φρ. «η Κυριακή τού Τελώνη και τού Φαρισαίου» εκκλ. η πρώτη Κυριακή τού Τριωδίου, κατά την οποία αναγιγνώσκεται στους ναούς η ευαγγελική… … Dictionary of Greek